τσίκνα — η 1. δυσάρεστη μυρωδιά από κρέας που καίγεται όταν μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. οσμή τριχών ζώου ή μάλλινου υφάσματος που καψαλίζονται. 3. οσμή ούρων σε ρούχα ή στρωσίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τσικνοπέμπτη — Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη,… … Dictionary of Greek
τσικνίζω — Ν [τσίκνα] 1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα 2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω 3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας 4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, η, ο (ιδίως για φαγητό)… … Dictionary of Greek
ατσίκνιστος — και ατσίκνωτος, η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν έπιασε τσίκνα, που δεν κόλλησε στην κατσαρόλα 2. (για χώρους) αυτός που δεν μυρίζει τσίκνα … Dictionary of Greek
τσικνάδα — η, Ν τσίκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα, πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
τσικνώνω — και τζικνώνω Ν 1. τσικνίζω 2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)] … Dictionary of Greek
κονίλη — κονίλη, ἡ (Α) γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. ίλη (πρβλ. μαρ ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω τής έντονης μυρωδιάς τού φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ.… … Dictionary of Greek
πολύκνισος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλή κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνισος (< κνῖσα «τσίκνα»), πρβλ. ά κνισος] … Dictionary of Greek
ταγηνοκνισοθήρας — ὁ, Α (για παράσιτο) αυτός που τού αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
τζίκνα — η, ΝΜ βλ. τσίκνα … Dictionary of Greek